auriculaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
auriculaire | auriculaires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
auriculaire (fr) αρσενικό
- ο ωτίτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
pouce | index | majeur | annulaire | auriculaire |