index
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
index (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
index | index |
index (fr) αρσενικό
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- index < indico
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
index (la) αρσενικό