Μετάβαση στο περιεχόμενο

indico

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indico < in + dico

indico

  1. δηλώνω, διακηρύσσω
  2. αγγέλλω, λέγω
  3. αποκαλύπτω

indico

  1. κηρύττω
  2. δείχνω
  3. υπενθυμίζω
  4. επιβάλλω