ausgegeben
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ausgegeben (de)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ausgeben
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του ausgegeben
ausgegeben (de)