Μετάβαση στο περιεχόμενο

austérité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
austérité austérités

austérité (fr) θηλυκό

  1. η λιτότητα
  2. η αυστηρότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]