autochtone
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
autochtone | autochtones |
autochtone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
autochtone | autochtones |
autochtone (fr) αρσενικό ή θηλυκό