autocrator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

autocrator (en)

  1. (παρωχημένο) αρχαϊκή μορφή του autocrat (αυταρχικός, δεσπότης, τύραννος)
  2. (ιστορία) ο τίτλος του αυτοκράτορα όπως στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
    άλλη γραφή: autokrator

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • autokrator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια