autocrator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]autocrator (en)
- (παρωχημένο) αρχαϊκή μορφή του autocrat (αυταρχικός, δεσπότης, τύραννος)
- (ιστορία) ο τίτλος του αυτοκράτορα όπως στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
- άλλη γραφή: autokrator
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- autokrator στην αγγλική Βικιπαίδεια