autocuiseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autocuiseur | autocuiseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
autocuiseur (fr) αρσενικό
- η χύτρα
ενικός | πληθυντικός |
autocuiseur | autocuiseurs |
autocuiseur (fr) αρσενικό