avião
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| avião | aviões |
avião (pt) αρσενικό
- το αεροπλάνο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de avião - αεροπορικώς, με το αεροπλάνο
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| avião | aviões |
avião (pt) αρσενικό