avião
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
avião | aviões |
avião (pt) αρσενικό
- το αεροπλάνο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de avião - αεροπορικώς, με το αεροπλάνο