awn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
awn | awns |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- awn < μέση αγγλική awune < παλαιά νορβηγική ǫgn
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]awn (en)
- το άγανο