awning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
awning | awnings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]awning (en)
- η τέντα
- ⮡ retractable awnings - ανοιγοκλυόμενες τέντες
ενικός | πληθυντικός |
awning | awnings |
awning (en)