Μετάβαση στο περιεχόμενο

awning

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
awning awnings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

awning (en)

  • η τέντα
      retractable awnings - ανοιγοκλυόμενες τέντες