ayakkabı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ένα κόκκινο υπόδημα: Kırmızı bir ayakkabı.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑjɑkːɑˈbɯ/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ayakkabı < ayak + kap

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ayakkabı (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]