υπόδημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπόδημα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόδημα τα υποδήματα
      γενική του υποδήματος των υποδημάτων
    αιτιατική το υπόδημα τα υποδήματα
     κλητική υπόδημα υποδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Υποδήματα πάνω στις συσκευασίες τους.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπόδημα < αρχαία ελληνική ὑπόδημα[1] (δείτε και το μεσαιωνικό ὑπόδημαν[2] < ὑποδέω < ὑπό + δέω. Συγκρίνετε με το πόδημα & πόδεμα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpo.ði.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐δη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπόδημα ουδέτερο

  1. (υπόδηση, λόγιο) παπούτσι
    άλλες μορφές: πόδημα, πόδεμα (λαϊκότροπο)
  2. (κατʼ επέκταση) οτιδήποτε φοριέται στο πόδι (κάτω μέρος) για κάλυψη και προστασία του

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πόδι

Υπώνυμα[επεξεργασία]

όπως:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λόγιο διαχρονικό δάνειο κατά το: υπόδημα Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
    ΣτΕ: ενώ, κληροομημένο το πόδημα. Αντίθετα, Ο Γεώργιος Παπαναστασίου (2010, Katharevousa@academia, σελ.230.υποσημείωση) διαφωνεί με την άποψη του Ευάγγελου Πετρούνια (που συνέταξε τις ετυμολογίες στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη») ότι είναι λόγιο διαχρονικό δάνειο, θεωρώντας το κληρονομημένη λέξη.
  2. «ὑπόδημαν» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.