shoe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shoe shoes

shoe (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας shoe
γ΄ ενικό ενεστώτα shoes
αόριστος shod, shoed
παθητική μετοχή shodden, shod, shoed
ενεργητική μετοχή shoeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shoe (en)

  1. παπουτσώνω
  2. πεταλώνω