azulejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
azulejo | azulejos |
azulejo (fr) και azuléjo αρσενικό
- το αζουλέχο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη azur