Μετάβαση στο περιεχόμενο

bât

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: b.à.t.
      ενικός         πληθυντικός  
bât bâts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bât (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • là où le bât blesse: το ευαίσθητο σημείο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]