babiole
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
babiole | babioles |
babiole (fr) θηλυκό
- το ψιλολοΐδι, το μπιχλιμπίδι
ενικός | πληθυντικός |
babiole | babioles |
babiole (fr) θηλυκό