bacillose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ba.si.loːz/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bacillose | bacilloses |
bacillose (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
bacillose | bacilloses |
bacillose (fr) θηλυκό