badine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.din/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
badine badines

badine (fr) θηλυκό