bafouille
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bafouille | bafouilles |
bafouille (fr) θηλυκό
- (οικείο) η επιστολή