baignade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
baignade | baignades |
baignade (fr) θηλυκό
- Baignade interdite. Απαγορεύεται η κολύμβηση.
ενικός | πληθυντικός |
baignade | baignades |
baignade (fr) θηλυκό