baisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
baisable | baisables |
Επίθετο[επεξεργασία]
baisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να γαμηθεί
ενικός | πληθυντικός |
baisable | baisables |
baisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό