baisement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
baisement < baiser

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɛ.z(ə)mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
baisement baisements

baisement (fr) αρσενικό