bald
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | bald |
συγκριτικός | balder |
υπερθετικός | baldest |
Επίθετο
[επεξεργασία]bald (en)
- φαλακρός
a bald head - φαλακρό κεφάλι
Why do women only rarely go bald?
- Γιατί οι γυναίκες μόνο πολύ σπάνια κάνουν φαλάκρα;
He is not bald.
- Δεν έχει φαλάκρα.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]bald (de)