φαλακρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλακρός < αρχαία ελληνική φαλακρός < επίθετο φαλός + ἄκρος (φαλός: λάμπων, λευκός κατά τον Ησύχιο) < φάω
Επίθετο[επεξεργασία]
φαλακρός, -ή, -ό
- που δεν έχει μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής, που έχει φαλάκρα
- (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος
- το φαλακρό βουνό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- καραφλός (με αντιμετάθεση)