ἄκρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄκρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ἄκρος, -α, -ον
- άκρος, που βρίσκεται στην άκρη, στο υψηλότερο ή το ακραίο ή το τελευταίο τοπικά τμήμα ενός συνόλου
- (χρονικά) στην αρχή ή στο τέλος μιας χρονικής περιόδου ή στην κορύφωσή της
- ἄκρου τοῦ ἔαρος (στην αρχή της άνοιξης)
- ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ (με το που έπεφτε η νύχτα)
- ἄκρου τοῦ θέρεος (το κατακαλόκαιρο)
- (για πρόσωπα ή πράγματα) εξέχων, εξαιρετικός σε έναν τομέα, πολύ μεγάλος
- καὶ τῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως ἑκατέρας, κωμῳδίας μὲν Ἐπίχαρμος, τραγῳδίας δὲ Ὅμηρος (Πλάτωνος, Θεαίτητος, 152d