κατακαλόκαιρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατακαλόκαιρο τα κατακαλόκαιρα
      γενική του κατακαλόκαιρου των κατακαλόκαιρων
    αιτιατική το κατακαλόκαιρο τα κατακαλόκαιρα
     κλητική κατακαλόκαιρο κατακαλόκαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακαλόκαιρο < κατα- + καλοκαίρι + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατακαλόκαιρο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατακαλόκαιρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]