φαλακροκόρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλακροκόρακας < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία Phalacrocorax, (νεολατινικά) < αρχαία ελληνική φαλακρός + κόραξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλακροκόρακας αρσενικό
- (πτηνό) το θαλασσοπούλι κορμοράνος, αντιστοιχεί κατά την επίσημη ταξινόμηση στον μαύρο φαλακροκόρακα (Phalacrocorax carbo)
- Το γένος Phalacrocorax περιλαμβάνει και άλλα είδη κορμοράνων εκτός από τον μαύρο φαλακροκόρακα (π.χ. το είδος Φαλακροκόραξ αριστοτέλης κ.ά.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορμομάνος
→ δείτε τη λέξη κορμοράνος |
φαλακροκόρακας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)