φαλάκρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαλάκρα | οι | φαλάκρες |
γενική | της | φαλάκρας | των | (φαλακρών) |
αιτιατική | τη | φαλάκρα | τις | φαλάκρες |
κλητική | φαλάκρα | φαλάκρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλάκρα < φαλακρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλάκρα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία τα μαλλιά του τριχωτού της κεφαλής πέφτουν χωρίς να αναπληρώνονται (ανδρογενής αλωπεκία)
- δεν έχει ανακαλυφθεί φάρμακο κατά της φαλάκρας
- το μέρος της κεφαλής που έμεινε φαλακρό
- του χάιδεψε τη φαλάκρα