Μετάβαση στο περιεχόμενο

calvitie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
calvitie calvities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calvitie (fr) θηλυκό

  1. η φαλακρότητα
  2. η φαλάκρα