φαλάκρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαλάκρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φαλάκρωμα (φαλακρό κεφάλι) < φαλακρόω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε φαλακρώνω με θέμα φαλακρω- + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαλάκρωμα ουδέτερο
- η διαδικασία του φαλακρώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαλάκρωμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φαλάκρωμᾰ | τὰ | φαλακρώμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | φαλακρώμᾰτος | τῶν | φαλακρωμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | φαλακρώμᾰτῐ | τοῖς | φαλακρώμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | φαλάκρωμᾰ | τὰ | φαλακρώμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | φαλάκρωμᾰ | φαλακρώμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλακρώμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλακρωμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαλάκρωμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή)
- φαλακρό κεφάλι
- (μεταφορικά) έρημος, φαλακρός τόπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε το αρχαίο φαλακρός
Πηγές
[επεξεργασία]- φαλάκρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -μα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)