ballottage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ballottage | ballottages |
ballottage (fr) αρσενικό
- (σε εκλογικό σύστημα με δύο γύρους) το αρνητικό αποτέλεσμα του πρώτου γύρου όπου κανένας υποψήφιος δεν απέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων