barmy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

barmy < barm + -y

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈbɑːmi/

Επίθετο[επεξεργασία]

barmy συγκριτικός βαθμός: barmier; υπερθετικός βαθμός: barmiest

  1. τρελός, τρελάρας, τρελαμένος
  2. βλάκας, ηλίθιος