barométrique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ba.ʁɔ.me.tʁik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
barométrique | barométriques |
barométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
barométrique | barométriques |
barométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό