baroness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
baroness | baronesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
baroness (en) (αρσενικό baron)
- η βαρόνη
ενικός | πληθυντικός |
baroness | baronesses |
baroness (en) (αρσενικό baron)