battuo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

battuo < γαλατική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰedʰ- (σκάβω) ή *bʰat- (χτυπώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

battuo (la)

  1. χτυπώ
  2. μάχομαι, παλεύω

Κλίση[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]