bei
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
bei (de)
- (+ δοτική) σε, στο σπίτι κάποιου, στην κατοικία ή στον τόπο εργασίας κάποιου
- bei ihm - στο σπίτι του
- (+ δοτική) κατά, κατά τη διάρκεια
- bei Nacht - κατά τη διάρκεια της νύχτας