beigeâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
beigeâtre < beige + -âtre

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
beigeâtre beigeâtres

beigeâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό