bergsonien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bergsonien | bergsoniens |
θηλυκό | bergsonienne | bergsoniennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
bergsonien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bergsonien | bergsoniens |
θηλυκό | bergsonienne | bergsoniennes |
bergsonien (fr)