beuglante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- beuglante < beugler
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
beuglante | beuglantes |
beuglante (fr) θηλυκό
- (οικείο) τραγούδι που το ξεφωνίζουν· τρόπος θορυβώδους διαμαρτυρίας
- pousser une beuglante - πατάω μια φωνή, τραγουδώ ξεφωνίζοντας