Μετάβαση στο περιεχόμενο

beyond

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

beyond (en)

Πρόθεση

[επεξεργασία]

beyond (en)

  1. πέρα από, στην πιο μακρινή πλευρά του κάτι
      You will not go beyond the neighborhood.
    Δε θα φύγεις πέρα από τη γειτονιά.
      I won’t go further beyond the station.
    Δε θα πάω πιο πέρα από το σταθμό.
  2. πέρα από, περισσότερο από κάτι
      I don’t have anything beyond my pension.
    Δεν έχω τίποτα πέρα από τη σύνταξή μου.
      In Greek, the word heat goes beyond temperature.
    Στα ελληνικά, η λέξη ζέστη πηγαίνει πέρα από τη θερμοκρασία.
  3. πέρα από, αργότερα από μια συγκεκριμένη ώρα
      I will not stay beyond Sunday.
    Δε θα μείνω πέρα από την Κυριακή.