επέκεινα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]επέκεινα
- (αρχαιοπρεπές) μακριά, πέρα από χρονικό ή τοπικό σημείο
- (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επέκεινα ουδέτερο άκλιτο
- (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή