επέκεινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
επέκεινα
- (αρχαιοπρεπές) μακριά, πέρα από χρονικό ή τοπικό σημείο
- (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επέκεινα ουδέτερο άκλιτο
- (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή