biblio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
biblio biblios

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biblio (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) η βιβλιοθήκη
  2. (οικείο) η βιβλιογραφία



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
biblio < bibli + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biblio (eo)