bienfaiteur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bienfaiteur | bienfaiteurs |
bienfaiteur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
bienfaiteur | bienfaiteurs |
bienfaiteur (fr) αρσενικό