bientraitance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bientraitance < bien + traiter, κατά το maltraitance

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bientraitance bientraitances

bientraitance (fr) θηλυκό