καλομεταχείριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλομεταχείριση | οι | καλομεταχειρίσεις |
γενική | της | καλομεταχείρισης* | των | καλομεταχειρίσεων |
αιτιατική | την | καλομεταχείριση | τις | καλομεταχειρίσεις |
κλητική | καλομεταχείριση | καλομεταχειρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καλομεταχειρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλομεταχείριση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλομεταχείριση θηλυκό
- συμπεριφορά γεμάτη σεβασμό και ανθρωπιά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλομεταχείριση
|