bienvenu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bienvenu < bienvenir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bienvenu | bienvenus |
θηλυκό | bienvenue | bienvenues |
bienvenu (fr)
- που συμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή, ευπρόσδεκτος