binden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
binden (de)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
binden (nl) (αόρ. : bond, παθ. μτχ. : gebonden)