biopsie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
biopsie biopsies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biopsie (fr) θηλυκό