bisector
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bisector (en)
- γραμμή ή καμπύλη που χωρίζει ένα ευθύγραμμο τμήμα ή γωνία ή άλλο σχήμα σε δύο ίσα μέρη
- η διχοτόμος γωνίας
- perpendicular bisector: η μεσοκάθετος ευθύγραμμου τμήματος